- ἐλαιώνης
- ἐλαι-ώνης, ου, ὁ,A purchaser of oil for the state, IGRom.3.739xix 17 ([place name] Lycia), IG22.1100.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐλαιῶνα — ἐλαιών olive yard masc acc sg ἐλαιώνης purchaser of oil for the state masc voc sg ἐλαιώνης purchaser of oil for the state masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek